- κηλήνη
- κηλήνη (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα».[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς* και εμφανίζει επίθημα -ήνη (πρβλ. κεβλ-ήνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
kel-4 and kāl- — kel 4 and kāl English meaning: a kind of dark/light spot Deutsche Übersetzung: in den Worten for helle and dunkle Flecken, graue and schwärzliche Farbentöne Note: compare also k̂er 3 and kers 1. Material: I. O.Ind. kalaŋka m.… … Proto-Indo-European etymological dictionary